- ξεπλύνω
- βλ. ξεπλένω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξεπλένω — και ξεπλύνω 1. ξεβγάζω με νερό τα σαπουνισμένα ρούχα 2. πλένω κάτι πρόχειρα («ξέπλυνα τα ποτήρια») 3. καθυβρίζω 4. αποκαθιστώ ηθικά («δε θα μέ λειώσει η μαύρη γη, αν δεν ξεπλύνω πρώτα αυτό μου το μελάνωμα», Βαλαωρ.) 5. μέσ. ξεπλένομαι και… … Dictionary of Greek
ξεπλένω — και ξεπλύνω ξέπλυνα, ξεπλύθηκα, ξεπλυμένος 1. καθαρίζω με νερό κάτι: Ξέπλυνε το ποτήρι. 2. μτφ., καθαρίζω κάποιον από ηθική άποψη, αποκαθιστώ: Δε θαμε λιώσει η μαύρη γη, αν δεν ξεπλύνω πρώτα αυτό μου το μελάνωμα. (Βαλαωρίτης). 3. το μέσ.,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξέπλυμα — το [ξεπλύνω] 1. διαβροχή με νερό για καθαρισμό από σαπούνι, ξέβγαλμα 2. πλύσιμο με νερό, χωρίς σαπούνι 3. άγευστο, ανούσιο φαγητό, νερόπλυμα 4. το νερό που μένει μετά το ξέβγαλμα, απόπλυμα 5. μτφ. για πρόσ. άτομο χωρίς ζωηρότητα, ιδίως στην… … Dictionary of Greek
ξεθερμίζω — ξεθέρμισα, ξεθερμίστηκα, ξεπλύνω τα μαγειρικά σκεύη με ζεστό νερό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)